κατεβατό

κατεβατό
το
βλ. κατεβατός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατεβατός — ή, ό 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω: Έρχεται κατεβατός άνεμος από το βουνό. 2. το ουδ. ως ουσ., κατεβατό σημαίνει σελίδα βιβλίου, τετραδίου κ.ά.: Έχω να διαβάσω ένα κατεβατό ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβατός — καταβατός, ή, όν (AM) [καταβαίνω] μσν. 1. κατακόρυφος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν είδος καταρράκτη αρχ. 1. κατηφορικός, απόκρημνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν το κατεβατό …   Dictionary of Greek

  • καταιβατό — το βλ. κατεβατό …   Dictionary of Greek

  • κατεβατός — ή, ό [κατεβάζω] 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω, που κατεβαίνει ή που εκχύνεται από ψηλά 2. αυτός που φέρει προς τα κάτω, κατηφορικός 3. το ουδ. ως ουσ. το κατεβατό α) πυκνογραμμένη σελίδα βιβλίου, τετραδίου, επιστολής κ.λπ. β) μακροσκελής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”